χριστιανομάχος

χριστιανομάχος
ο противник христианства

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χριστιανομάχος" в других словарях:

  • χριστιανομάχος — ο, Ν εκκλ. πολέμιος τού χριστιανισμού, αντίπαλος τών χριστιανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ἀνδρο μάχος] …   Dictionary of Greek

  • χριστιανομάχος — ο εχθρός του χριστιανισμού, αυτός που μάχεται το χριστιανισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»